ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Πέτρος Σταύρου: «Οι κυρίαρχες τάξεις της Ευρώπης βλέπουν την οικονομική κρίση στενά σαν κρίση αναπαραγωγής της κοινωνικής τους ισχύος»


Αλλά πιστεύω, ότι ακόμα και στο σημερινό πλαίσιο, υπάρχει ένα ρεαλιστικό ριζοσπαστικό αίτημα – πλαίσιο για οικονομική αλλαγή. Μια τέτοια πολιτική που θα έχει ως στόχο να θέσει σε λειτουργία μια διαφορετικού είδους αναδιανομή κεφαλαίων και εισοδημάτων. Μια τέτοια οικονομική στρατηγική, η οποία, φυσικά, εξαρτάται και από την κυβερνητική εξουσία, θα παρέμβει με τρεις τρόπους: με μία μονομερή στάση στην εξυπηρέτηση του χρέους, με τον πολιτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδας και την έξοδο από το Ευρωσύστημα, με τη λεπτομερή και αποτελεσματική άσκηση πολιτικής των capital control για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των εισροών και εκροών του συναλλαγματικού κυκλώματος και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αν υπάρχει μια συνεπής και πειθαρχημένη δράση σε αυτούς τους τρεις τομείς, τότε μπορεί το Ευρώ να μετατραπεί σε «εθνικό» νόμισμα. Δεν χρειάζεται ένα νέο εθνικό νόμισμα. Μπορείς να πας ενάντια στην πολιτική της ΕΕ, αλλά δεν υπάρχει ανάγκη να αλλάξεις το νόμισμα σου πριν από την απόκτηση του ελέγχου των κεντρικών θεσμών του οικονομικού κυκλώματος. Με τον τρόπο αυτό το Ευρώ μπορεί να μετατραπεί σε ένα νέο νόμισμα. Δεν θα πρέπει να υπάρξει άμεση καταφυγή στην έκδοση ενός νέου νομίσματος, επειδή δεν μπορεί να ελεγχθεί η αξία του ακόμη και αν υπάρχει έλεγχος της ποσότητας του. Δυστυχώς, νομισματική κυριαρχία δεν σημαίνει απλά ο έλεγχος της ποσότητας του νομίσματος. Ένα νόμισμα χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την ποσότητα, αλλά και από την αξία του. Είναι, λοιπόν, δυνατόν να αποκτήσεις το εκδοτικό δικαίωμα ενός νέου νομίσματος, αλλά να μην μπορείς να αγοράσεις τίποτα με αυτό. Αντιθέτως, με τον έλεγχο της ποσότητας και της ροής των πιστώσεων (η βασική μορφή του χρήματος στον καπιταλισμό είναι η πιστωτική), μπορεί να ασκηθεί μια νομισματική πολιτική παράλληλα με την ανασύσταση της παραγωγικής βάσης.

Αναδημοσίευση από το "yabasta.gr"

Μετάφραση: Μπάτης Καπόπουλος

Δημοσιεύουμε εδώ μια συνέντευξη με τον Πέτρο Σταύρου, ο οποίος διετέλεσε από το 2013 έως το 2015 συνεργάτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, όσον αφορά τις πολιτικές της ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων. Πραγματοποιημένη από τον Γιώργο Σουβλή, η συνέντευξη παρέχει μια σημαντική επισκόπηση του ευρύτερου οικονομικού και πολιτικού πλαισίου το οποίο συνετέλεσε στην αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Δοσμένη ακριβώς μετά τις θυελλώδεις διαπραγματεύσεις αυτής της χρονιάς πάνω στο ελληνικό χρέος, αποτελεί και μια διερεύνηση των δυνατοτήτων ύπαρξης ενός προοδευτικού-αριστερού σχεδίου μέσα στο Ευρωπαικό πλαίσιο. Μετά την αποχώρηση του από το ΣΥΡΙΖΑ, ο Πέτρος Σταύρου είναι πλέον μέλος της ΑΡΚ, μιας μικρής συλλογικότητας-πρωτοβουλίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς.


Θα ήθελες να μας παρουσιάσεις τον εαυτό σου εστιάζοντας στις εμπειρίες (ακαδημαϊκές και πολιτικές) οι οποίες θεωρείς ότι σε διαμόρφωσαν;

Χωρίς να θέλω να παριστάνω το σεμνό, θα προτιμούσα να μην αναφερθώ στην προσωπική μου διαδρομή στο χώρο της αριστεράς, ούτε επίσης να ξεδιπλώσω τα πιο σημαντικά πολιτικά και θεωρητικά ορόσημα τα οποία επηρέασαν την αντίληψη μου όσον αφορά τα οικονομικά και πολιτικά τεκταινόμενα. Θεωρώ ότι μια τέτοια συζήτηση θα είχε λίγα να συνεισφέρει στο δημόσιο διάλογο και στα προβλήματα που μας απασχολούν εδώ. Αντιθέτως, θα ήθελα να απαντήσω άμεσα στην ουσία της ερώτησης σου, ήτοι στρέφοντας την προσοχή σε κάποιες ιδέες οι οποίες θεωρώ ότι μπορούν να αποτελέσουν οδηγό αυτής της συνέντευξης.


Ένας διαδηλωτής συγκρούεται με τα ΜΑΤ μπροστά στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, Αθήνα 15 Ιουλίου 2015 (ANGELOS TZORTZINIS, AFP, Getty Images)

Θα ήθελα να προτείνω τη μελέτη 3 κειμένων τα οποία θα μπορούσαν να μας εισάγουν στις προβληματικές της συνέντευξης. Ποιο είναι λοιπόν το βασικό αντικείμενο αυτής της συζήτησης; Θεωρώ πώς είναι οι συγκεκριμένες πτυχές του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, τα θεσμικά και ιστορικά του χαρακτηριστικά σε σχέση με την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 στις δυτικές οικονομίες, και η υλική έκφραση αυτής της συσχέτισης με τις «αιματηρές» πολιτικές λιτότητας οι οποίες εφαρμόζονται στην ελληνική οικονομία εδώ και έξι συναπτά έτη. Οπότε συνιστώ μια ενδελεχή επισκόπηση και μελέτη πάνω σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία έχουν σχέση με αυτό τα ζήτηματα. Πρώτα και κύρια, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ποια είναι την έννοια του χρήματος, πως παράγεται και πως μπορούμε να καθορίσουμε την ποσότητα του. Στις δυτικές μας οικονομίες δεν είναι απλά μια νομισματική αντανάκλαση, ακόμα και αν μιλάμε για νομισματικούς πολέμους ανάμεσα στους παγκόσμιους καπιταλιστικούς πόλους. Θα πρέπει επομένως να διαβάσουμε, ξανά και ξανά, το πρώτο μέρος του πρώτου τόμου Του Κεφαλαίου του Καρλ Μάρξ, από το σημείο που αφορά το εμπόρευμα έως το σημείο της μετατροπής του χρήματος σε κεφάλαιο. Μετά θα πρότεινα να επικεντρωθούμε στον τρόπο σκέψης του Minsky, ο οποίος αποτυπώνεται στο βιβλίο του με τον τίτλο «Μπορεί να ξανασυμβεί «Αυτό»?» (CanItHappen Again?), όπου εκθέτει το ισχυρό θεσμικό υπόβαθρο των δυτικών οικονομιών επισημαίνοντας την πιθανότητα της ύπαρξης μιας νέας οικονομικής κρίσης, μεγέθους ανάλογου με αυτό της Κρίσης του 1929. Και τέλος, το πόνημα του Φουκώ «Η γέννηση της βιοπολιτικής» (The Birth of Biopolitics) είναι η πιο εμβριθής και κατανοητή ανάλυση της φιλοσοφίας της οργάνωσης των ορντοφιλελεύθερων (ordoliberal) επιχειρημάτων και των μερκαντιλιστικών εμπορικών πολιτικών· των φιλοσοφικών και οργανωτικών αρχών οι οποίες βρίσκονται πίσω από τη λογική των ευρωπαϊκών θεσμών όπως η ΕΚΤ, την κανονιστική εμμονή της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ανταγωνιστικότητα και τη λειτουργία της ευρωπαϊκής – ενωσιακής γραφειοκρατίας. Αυτά τα τρία πονήματα προσφέρουν μια μεθοδολογία προσέγγισης της σύγχρονης ευρωπαϊκής εκδοχής του χρηματιστικού Καπιταλισμού.


Υπάρχει μια κυρίαρχη συζήτηση της οποίας το αφήγημα είναι ότι η Ελληνική οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε το 2010 είναι μια «ιδιάζουσα περίπτωση» και η οποία προτάσσει ότι οι βασικές αιτίες του ξεσπάσματος της έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη δομή του Ελληνικού πελατειακού κράτους. Ποια είναι η δική σου αντίληψη όσον αφορά τα δομικά θεμέλια και την φύση αυτής της κρίσης; Ήταν απλώς μια αποτυχία του Ελληνικού κράτους να καταπιαστεί αποτελεσματικά με την παγκόσμια κρίση;

Η κρίση αυτή είναι συστημική επειδή αφορά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής συνολικά και κατά την γνώμη μου αυτό σημαίνει ότι ιστορικά το κεφάλαιο έχει φτάσει τα όρια της ανάπτυξης του, επομένως έχει ένα σοβαρό πρόβλημα αναπαραγωγής. Αποκαλούμε διεθνή κρίση ή κρίση του εγχώριου καπιταλισμού διάφορες εκδηλώσεις αυτής της γενικής κρίσης της αναπαραγωγής, ανάλογα με την κλίμακα με την οποία αυτή η κρίση επιδρά. Θα δώσω ένα απλό παράδειγμα της κρίσης αναπαραγωγής στις ευρωπαικές της διαστάσεις. Για να επιτύχουμε μια αύξηση του Ευρωπαικού ΑΕΠ της τάξης του 1 ευρώ θα χρειαστούμε 18,5 ευρώ ενός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα). Αυτή η αναλογία είναι τρομακτική και πλήρως αποκαλυπτική του πραγματικού προβλήματος. Τη στιγμή που η ΕΚΤ μονίμως διευρύνει τους ισολογισμούς της, η μεγέθυνση παραμένει αμελητέα. Αυτό το γεγονός παρόλα αυτά δεν οδήγησε στην πρόνοια των ευρωπαικών κρατών μελών στο να λάβουν οποιαδήποτε μετρά για ένα γενικευμένο πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης. Αντιθέτως πιστεύουν ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να είναι περιοριστική και μόνο ορισμένες πτυχές των νομισματικών πολιτικών πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να πριμοδοτήσουν τον ιδιωτικό τομέα (για τη διάσωση των εμπορικών τραπεζών και μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων).

Φαίνεται ότι η ευρωπαϊκή κυρίαρχη τάξη βλέπει την οικονομική κρίση μονάχα σαν κρίση αναπαραγωγής της δικής της κοινωνικής ισχύς σαν μια Par excellence κυρίαρχη τάξη. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν δείχνει τόσο πολύ ενδιαφέρον στην κατανάλωση ή στο επίπεδο της ενεργου ζήτησης αλλά σε μία μονομερή αναδιανεμητική πολιτική όσον αφορά τα δικά της συμφέροντα, κάτι το οποίο θα έπρεπε βασικά να αναδειχθεί από τους αντιπάλους της (σε ένα πολιτικό και ταξικό επίπεδο), αλλά δυστυχώς δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο μέχρι τώρα. Θα έλεγα ότι οι δημοφιλείς – κυρίαρχες οικονομικές θεωρίες του συρμού είναι ένα υποσύνολο μιας γενικής θεωρίας της αναδιανομής. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό, όταν μιλάμε για οικονομικές πολιτικές, να κατανοούμε ποιος επιλέγει αυτές τις συγκεκριμένες πολιτικές και σε τελευταία ανάλυση για ποιο λόγο.
Στην Ελλάδα, ο μύθος του προστατευτικού – πελατειακού κράτους έρχεται να εξηγήσει, με έναν πολιτικά προκατειλημμένο τρόπο, τις κυρίαρχες αιτίες για την καταστροφική κρίση των δημοσιονομικών οικονομικών η οποία ξέσπασε στην χώρα μετά το 2008. Και πρόκειται για μύθο όχι επειδή δεν υπάρχουν προστατευτικοί ή αναποτελεσματικοί κρατικοί θεσμοί, αλλά επειδή η αντίληψη αυτή θεωρεί την αστική τάξη σαν την φυσική κυρίαρχη συνιστώσα της κοινωνίας, και την αποτυχία των οικονομικών πολιτικών να αποδίδεται μονομερώς στη διαπερατότητα του Κράτους από τις λαϊκές μάζες.


27% των Ελληνικών οικογενειών δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά προς την κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Όλο και περισσότερος κόσμος καταλήγει στα συσσίτια τα οποία οργανώνονται από την Εκκλησία, από ΜΚΟ είτε από πρωτοβουλίες πολιτών.

Όμως αυτή η μυθοπλασία δεν συνάδει με τις πραγματικές ιστορικές περιστάσεις. Η Ελληνική οικονομία για περισσότερο από το μισό του 20ου αιώνα, επικαθορίστηκε από τις αποτυχημένες προσπάθειες των αστικών τάξεων να την εγκσυγχρονίσουν με έναν αυταρχικό τρόπο και να επιτύχουν το πλασάρισμα της στις μεσαίες θέσεις του διεθνή καταμερισμού εργασίας. Τα «αποτυχημένα κράτη» (“failed states”) είναι εκείνα τα κράτη των οποίων οι καπιταλιστικές οικονομίες προσπαθούν να αποφύγουν τις δυσκολίες του διεθνούς ανταγωνισμού μέσω μιας πολιτικής βασισμένης σε μη εμπορικούς τομείς με υψηλές αποδόσεις, άφθονη χρηματοδότηση και αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο. Η ελληνική οικονομία, εν προκειμένω, εμπίπτει σε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά αυτής της καπιταλιστικής, βραχυπρόθεσμου ορίζοντα (shorterminism) ανάπτυξης, όπως η επικέντρωση σε μη εμπορικούς τομείς, οι προστατευμένα υψηλές αποδόσεις κεφαλαίου, οι υπερτιμολογήσεις δημόσιων έργων, η πλήρης αβλεψία όλων των αρνητικών εξωτερικοτήτων (διαφθορά, περιβαλλοντική επιβάρυνση κλπ.), οι εξωφρενικές φοροαπαλλαγές κλπ. Εντούτοις όλα αυτά είναι -είτε προσχεδιασμένα είτε εκουσίως παραγόμενα- αποτελέσματα ταξικών επιλογών των εσωτερικών κυρίαρχων δυνάμεων της πλουτοκρατίας. Το πελατειακό – πατερναλιστικό κράτος είναι πρώτα και κύρια το αποτέλεσμα της ειδικής θέσης που η ελληνική οικονομία απέκτησε στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και της επιβεβλημένα βίαιης μεταλλαγής του πολιτικού συστήματος, από την παραδοσιακή μορφή των ιστορικών παρατάξεων – κοινωνικών μπλοκ (αριστερά – δεξιά), οι οποίες έχουν ανταγωνιστικές – αποκλίνουσες σχέσεις, στη μορφή του συγκλίνοντα νεοφιλελεύθερου διπολισμού των αστικών κομμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα νέο είδος νεοφιλελεύθερου κόμματος και λειτουργεί εντός του συστήματος αυτού του διπολισμού.


Από το 2010 η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μία κατάσταση μόνιμης ύφεσης. Ποιες είναι οι κύριες αιτίες αυτού του φαινομένου; Ποια ήταν τα βασικά λάθη, προερχόμενα εξίσου από τις διάφορες Ελληνικές κυβερνήσεις και την Ευρωπαική Ένωση, στην προσπάθεια να καταπιαστούν αποτελεσματικά με το συγκεκριμένο θέμα;

Η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται μόνο σε ύφεση αλλά και σε κατάσταση αρνητικής αναπαραγωγής, το οποίο σημαίνει ότι η παραγωγική της βάση μειώνεται διαρκώς. Οι επενδυτικές δαπάνες δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις αποσβέσεις. Επιπλέον, πέραν των ποσοτικών μεταβολών, εξαιτίας της πολύ υψηλής και μακροχρόνιας ανεργίας, οι εργασιακές δεξιότητες εξαφανίζονται. Κάθε νέο οικονομικό έτος βρίσκει την ελληνική οικονομία με λιγότερο φυσικό (πάγιο) κεφάλαιο, με χαμηλότερες εργασιακές δεξιότητες και με ανύπαρκτες προσδοκίες για ανάπτυξη.

Η αιτία αυτής της κατάστασης είναι φυσικά οι μνημονιακές πολιτικές οι οποίες θεσμοθετούν μια τριπλή διαδικασία απομόχλευσης. Πρώτον, ο δημόσιος τομέας απομοχλεύει την οικονομία μέσω της υψηλής φορολόγησης έτσι ώστε να καθιστά δυνατή την τρέχουσα αποπληρωμή ενός ποσοστού του χρέους. Δεύτερον, η ιδιωτική επιχειρηματικότητα απομοχλεύεται από τον τραπεζικό τομέα, λόγω ιδιωτικού χρέους. Τρίτον, το κοινωνικό κόστος αυτή της απομόχλευσης μεταβιβάζεται στους εργαζόμενους, είτε μέσω της απόλυσης τους είτε μέσω περικοπών στο μισθολογικό κόστος εντός της επιχείρησης είτε καθυστερώντας την καταβολή μισθών για αρκετούς μήνες.

Η δήθεν ριζοσπαστική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ξέρει πολύ καλά ότι το η παραμονή της στην εξουσία στο μέλλον εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την εμφάνιση κάποιων σχετικά ισχυρών αναπτυξιακών τάσεων. H επίκληση ενός κύματος ξένων άμεσων επενδύσεων, το διαρκώς καθυστερούμενο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και το μονίμως αναβαλόμενο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του χρέους έχουν κάνει τις προγραμματικές εξαγγελίες των υπεύθυνων της κυβέρνησης να θυμίζουν κάτι σαν ένα σαμανικό χορό που θέλει να προκαλέσει τη βροχή! Η αξιοπιστία αυτής της κυβέρνησης μειώνεται μέρα με τη μέρα.

Στην πραγματικότητα, η μέσο-μακροπρόθεσμη ανάπτυξη έχει ήδη κατασταλεί για τα επόμενα χρόνια εξαιτίας τριών βασικών θεσμικών παρεμβάσεων ή «διακοπτών»:

α) ενός αυτόματου «κόφτη», ο οποίος περιορίζει τη χρηματοδότηση σύμφωνα με την αποτροπή αποκλίσεων από κάθε αυστηρό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος,
β) τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 40% κάτι που σημαίνει πίεση για αύξηση της συλλεξιμότητας των παρεχόμενων δανείων και αρνητική πιστωτική μεγέθυνση για χρόνια και
γ) το πάγωμα κάθε είδους αύξησης των μισθών μέχρι τα ποσοστά ανεργίας να πέσουν κάτω από το 10%.

Εκτός από τον τρίτο «διακόπτη» που σχετίζεται με τα δύο πρώτα μνημόνια (MoU) της χώρας, οι 2 πρώτοι «διακόπτες» εισήχθησαν διαμέσου εξελίξεων που προέκυψαν μετά το 3ο Μνημόνιο, που υπογράφτηκε μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και της Τρόικα. Η κυβέρνηση έχει υποπέσει σε έναν φαύλο κύκλο αφού δεν έχει καμία θεωρητική ή προγραμματική επάρκεια ή πίστη στις δυνάμεις της για να έρθει αντιμέτωπη με πιθανές απειλές διακοπής της ρευστότητας από τους δανειστές. Υποσχέθηκε να εγκαθιδρύσει μία εθνική αναπτυξιακή τράπεζα, δίχως καμία επιτυχία. Δεν μπορεί να κινητοποιήσει την οικονομία με πόρους από τις χρηματοδοτήσεις της ΕΕ (επιχειρησιακά προγράμματα ΕΣΠΑ). Όλες οι «μηχανές» της οικονομίας είναι σβηστές, όλοι οι αναπτυξιακοί θεσμοί είναι δυσλειτουργικοί και ολόκληρο το απόθεμα της δημόσιας ιδιοκτησίας βρίσκεται υπό το οργανόγραμμα ενός νέου οργανισμού, του υπερταμείου, του οποίου ο βασικός σκοπός είναι η απαξίωση και το ξεπούλημα της. Πρέπει να κατανοήσουμε κάτι πολύ σημαντικό: η λιτότητα και τα μνημόνια, μαζί με το σφιχτό τους πλαίσιο δεν είναι μια στρατηγική προώθησης της ανάπτυξης, ούτε καν στο πλαίσιο του αφηγήματος μιας νεοφιλελεύθερης οπτικής. Πρόκειται μάλλον για μια πολιτική ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος και των οικονομικών πόρων υπέρ της αστικής τάξης και των συμφερόντων του ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου.


Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήρθε σε αντίθεση με τις αρχικές της δεσμεύσεις ότι θα αναστρέψει το μηχανισμό της λιτότητας εφαρμόζοντας ένα μετριοπαθές πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών. Αντιθέτως αυτό που παρατηρούμε είναι η συνέχιση των ίδιων -αν όχι πιο βαριών- νεοφιλελεύθερων πολιτικών τις οποίες εφάρμοσαν τα κόμματα του μεσαίου χώρου μετά το 2010. Υπήρχαν άραγε δυνατότητες να εφαρμοστούν προοδευτικές πολιτικές παρά τους σκληρούς περιορισμούς της Ευρωζώνης; Αν ναι τι πήγε στραβά; Πιστεύεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα εναλλακτικό μονοπάτι χειρισμού των διαπραγματεύσεων μετά την εκλογή του (Ιανουάριος 2015) ή τελικά ο Τσίπρας είχε δίκιο ισχυριζόμενος ότι στη πραγματικότητα δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική και η υπογραφή του μνημονίου ήταν ένα αναπόφευκτο γεγονός;

Πρώτον, πρέπει να θυμηθούμε ποιες ήταν οι στρατηγικές κινήσεις που σχεδιάστηκαν αρχικά από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ από το 2013, όταν ήταν ακόμα στην αντιπολίτευση. Η εκπεφρασμένη στρατηγική είχε τρία σκέλη: α) ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών θεσμικά και πολιτικά δίχως την συναίνεση των δανειστών, β) διαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης και γ) συγκρότηση ενός δημόσιου τραπεζικού πυλώνα έτσι ώστε να ενισχύσει την οικονομία αλλάζοντας παράλληλα το παραγωγικό μοντέλο.

Αυτό που στην πραγματικότητα έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήταν μόνο το 2ο σκέλος και σε τόσο δυσμενείς και εχθρικές συνθήκες που οδήγησαν σε χειροτέρευση της συνολικής οικονομίας σε σχέση με την περίοδο της κυβέρνησης Σαμαρά. Η αρχική στρατηγική θα είχε κάποιες προοπτικές επιτυχίας μόνο αν εφαρμόζονταν και τα σκέλη 1 και 3, σωρεύοντας έτσι ακόμα μεγαλύτερη
διαπραγματευτική δύναμη έτσι ώστε να επιτευχθεί ο 2ος στόχος, μία επιθυμητή αλλαγή της δανειακής σύμβασης. Η εφαρμογή της πρώτης και της τρίτης συνθήκης απαιτούσε την άσκηση αυτόνομης πολιτικής, μονομερείς επιλογές και όχι διαπραγμάτευση με τους δανειστές.


Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, καλωσορίζει τον πρόεδρο της κομισιόν Jean-Claude Juncker πρίν από την σύσκεψη τους στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2016. (AFP ARIS)

Σε αντίθεση με τις αρχικές της δεσμεύσεις, αποδεχόμενη τις απαιτήσεις των δανειστών, η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε κάθε πιθανό σενάριο μονομερούς δράσης. Οτιδήποτε θα έπρεπε να συμφωνηθεί και από τα 2 συμβαλλόμενα μέρη και επειδή αυτά τα μέρη ήταν άνισα εξαρχής και είχαν συσσωρεύσει πολύ άνιση διαπραγματευτική δύναμη, το τελικό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν άμεσα καθορισμένο από αυτή την αρχική ισορροπία των δυνάμεων. Οπότε ναι, ένας διαφορετικός ή εναλλακτικός χειρισμός της διαπραγματευτικής διαδικασίας ήταν δυνατός. Εξαρχής, η ελληνική κυβέρνηση είχε την επιλογή να κυβερνήσει και όχι απλά να παίξει το ρόλο του διαπραγματευτή. Έπρεπε να ασκήσει τα καθήκοντα της σε συμφωνία με τις διακηρυγμένες της προθέσεις, χωρίς τη συμμετοχή όλου του πολιτικού προσωπικού της σε μια ατέρμονη διαδικασία διαπραγμάτευσης. Αριστερή διακυβέρνηση και όχι διαπραγματευση είναι η απάντηση στην ερώτηση για την πιθανότητα ενός διαφορετικού τρόπου χειρισμού των διαπραγματεύσεων. Αλλά οι επιπτώσεις αυτής της μετατροπής μιας τριπλής στρατηγικής της διακυβέρνησης σε μία μονοδιάστατη διαπραγματευτική διαδικασία, είχε άλλες 2 συνέπειες οι οποίες είναι στην αρμοδιότητα του πολιτικού ιστορικού του μέλλοντος να τις μελετήσει σε βάθος. Εγώ θα επισημάνω μερικά πράγματα πάνω σε αυτό.
  1. Εξαιτίας των διαπραγματεύσεων ο κρατικός μηχανισμός αφέθηκε εντελώς αυτόνομος. Η κυβέρνηση ενστικτωδώς δεν τον εμπιστεύεται. Μα δίχως καμία παρεμβατική μεταρρύθμιση, η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός δρούνε εν παραλλήλω σε ένα νοσηρό περιβάλλον αποσύνθεσης. Τα πρόσφατα βασανιστήρια των προσφύγων από τις αστυνομικές δυνάμεις δείχνουν πώς η κυβερνητική εξουσία, η δημόσια διοίκηση και η κατασταλτικοί μηχανισμοί ανέχονται την ύπαρξη ο ένας του άλλου. Η κυβέρνηση δεν δίνει εντολές μα ούτε όμως τιμωρεί τους μηχανισμούς αυτούς, ούτε βέβαια προχωρά σε μια προσπάθεια βαθιού εκδημοκρατισμού έτσι ώστε να αναβαθμιστούν οι προσφερόμενες δημόσιες υπηρεσίες.
  2. H διαπραγματευτική διαδικασία διαμόρφωσε ένα νέο πολιτικό προσωπικό με διαφορετικές αξίες, παγιδευμένο σε ένα συμβολικό – μετωνυμικό σύμπαν. Πιστεύει, έτσι, ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, αλλά το μόνο που κάνει είναι να παίζει με τους ίδιους τους επικοινωνιακούς κώδικες, βαφτίζοντας πράγματα τα οποία ήδη έχουν όνομα, καταπίπτοντας στην ονοματολογία και σε μια μεγάλη αδράνεια με κάθε πιθανό τρόπο. Η κυβέρνηση και το νέο πολιτικό επιτελείο έχουν μία και μόνο μέριμνα: να καλλιεργήσουν το αίσθημα ότι είναι καλύτερα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία παρά με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Όλες της οι δεξιότητες και η φαιά της ουσία καταναλώνονται σε μία μορφή πολιτικού marketing και διαρκούς στρεψοδικίας και όχι στην πολιτική πρακτική ως τέτοια. Νέα και παλαιά μέλη του αριστερού κινήματος, με καλά βιογραφικά και αγωνιστικές περγαμηνές μετατράπηκαν σε μια ναρκισσιστική κλίκα εξαιτίας της νομής των θέσεων εξουσίας.

Ποια είναι η γνώμη σου για το Brexit; Θα μπορούσε να αποτελέσει μια προοδευτική εξέλιξη?

Ήδη από το Φλεβάρη του 2015 η κυβέρνηση ήθελε να επιτύχει έναν συμβιβασμό. Πίστευε ότι μία θεμελιώδης λογική προσέγγιση θα έχει ως αποτέλεσμα ένα μίνι μνημόνιο, ένα μνημόνιο ξεκάθαρα καλύτερο από τα προηγούμενα δύο. Επίσης θεωρούσε ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης όπως η Νέα Δημοκρατία ήταν υπό διάλυση και ότι το κενό εξουσίας θα έπειθε τους δανειστές να παράσχουν υποστήριξη σε μία κυβέρνηση που θα μπορούσε να υλοποιήσει κάποιες από τις απαιτήσεις τους, δείχνοντας παράλληλα έναν βαθμό ευελιξίας. Η κυβέρνηση δεν ακολούθησε το συγκεκριμένο μονοπάτι και δεν είναι μόνο αυτό: την ίδια στιγμή, αρνήθηκε να υλοποίησει τον ιστορικό της ρόλο που ήταν η επίτευξη μια ρωγμής – ρήξης στην ΕΕ. Με το να παραμείνει στην εξουσία μετά τη συνθηκολόγηση της, κατέστρεψε κάθε δυνατή πολιτική εκπροσώπηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης όχι μόνο στον παρόντα χρόνο αλλά και για τα επόμενα χρόνια.


Μπορούμε άραγε ακόμα να συνομολογήσουμε τους ισχυρισμούς του Βαρουφάκη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αλλάξει από τα μέσα; Είναι δυνατή ακόμα μία μετριοπαθής εφαρμογή κανόνων σοσιαλδημοκρατικής κοπής σε ένα διευρωπαικό επίπεδο; Ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς απέναντι στην ΕΕ μετά την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ?

Είμαι σίγουρος ότι στις μέρες μας θα έπρεπε να μιλήσουμε για πολλές προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υπάρξει αλλαγή: στον τρόπο λειτουργίας, στο θεσμικό πλαίσιο ή στην ίδια τη δομή της ΕΕ . Το ενδεχόμενο αλλαγής είναι μεγαλύτερο από τη διατήρηση του ευρωπαϊκού status quo. Υπάρχουν ωστόσο πολλές αμφιβολίες για το αν αυτές οι αλλαγές θα έχουν αριστερό, ριζοσπαστικό χαρακτήρα ή αν ακόμα έστω εμπεριέχουν ένα μικρό δείγμα προοδευτικής κατεύθυνσης.
Η ΕΕ διοικείται από μια κυνική γραφειοκρατία, δομημένη εντός ορντοφιλελεύθερων κατευθύνσεων: του δόγματος που θεωρεί ότι για να λειτουργήσουν και να αποδώσουν οι αγορές, χρειάζονται στιβαροί διοικητικοί κανονισμοί και κυβερνητική παρέμβαση για να τις προστατέψουν από άλλες παρεμβάσεις ομάδων οργανωμένων συμφερόντων. Προφανώς, εξαιτίας αυτής της γραφειοκρατίας καμία δυναμική αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα, πόσο μάλλον μια προοπτική αριστερής ανατροπής.

Το Γενάρη του 2014, οι αγρότες ξεσηκώθηκαν σαν απάντηση στην άγρια υπερφορολόγηση, στις νέες περικοπές στις επιδοτήσεις, στην απότομη αύξηση των τιμών του πετρελαίου κίνησης και σε μια μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής, σε σύγκριση με τη σταδιακή, αλλά τεράστια πτώση των τιμών των προϊόντων τους.

Ας δούμε τώρα, πώς η πολιτική δομή της ΕΕ λειτουργεί σε επίπεδο διακυβέρνησης (πολιτική ενοποίηση δεν υπάρχει ακόμα, αλλά μια ενιαία πολιτική διακυβέρνηση είναι παρούσα στην ΕΕ). Η πολιτική διακυβέρνησης της ΕΕ βασίζεται σε ένα δόγμα βασισμένο στην ανταγωνιστικότητα, το οποίο συνιστά ότι κάθε κράτος μέλος και κάθε περιφέρεια της ΕΕ θα πρέπει να «τα βγάλει πέρα» μόνη της, χωρίς ισχυρές οικονομικές μεταβιβάσεις από τους πλούσιες προς τις λιγότερο πλούσιες χώρες. Μέσα σε μία ανταγωνιστικά οργανωμένη οικονομία (δηλαδή μερκαντιλισμός) τα ευρωπαϊκά έθνη είναι αναγκασμένα να μειώσουν δραστικά κάθε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Ως εκ τούτου, καμία αλλαγή δεν πρόκειται να έρθει από αυτό το είδος της διαχείρισης των οικονομικών προτεραιοτήτων της ΕΕ. Οι δύο αυτές συνθήκες, μια ισχυρή γραφειοκρατία και ένας τρόπος διακυβέρνησης που βασίζεται στη λιτότητα και την ανταγωνιστικότητα, θα καταστείλει ακόμη και μετριοπαθείς σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις για τη χαλάρωση του δημοσιονομικού ζουρλομανδύα ή άλλες ελάχιστες θεσμικές αλλαγές.

Αλλά θα μπορούσαμε πράγματι να πούμε ότι είμαστε μάρτυρες μιας στιγμής, όπου όλες αυτές οι προϋποθέσεις που προετοιμάζουν μια αλλαγή μεγάλης κλίμακας στον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ είναι παρούσες, κάτι που βιώνουμε στην ίδια την ύπαρξη εντός της ΕΕ, 2 ή 3 διαφορετικών ταχυτήτων ανάπτυξης, είτε στο οικονομικό είτε στο πολιτικό πεδίο. Με λίγα λόγια, η σημερινή δομή της ΕΕ είναι ασταθής και μη βιώσιμη: η κρίση των οικονομιών της Νότιας Ευρώπης, ιδιαίτερα της ελληνικής οικονομίας, η κρίση του προσφυγικού, η επίφοβη κατάσταση της Ιταλίας και της θέσης της χώρας αυτής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου, η σχετική αυτονομία της πολιτικής στις επαρχίες του Visegrad, το Brexit και ο τρόπος που εξελίσσεται, η κατάρρευση της φερεγγυότητας του γερμανικού τραπεζικού συστήματος και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ο ιδιόμορφος νομισματικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει μεταξύ των ΗΠΑ και του Ευρωπαικού βορά, όλα αυτά μαζί δημιουργούν απειλές μεγάλης κλίμακας.

Αλλά υπάρχουν δύο προβλήματα με τη συσσώρευση όλων αυτών των παραγόντων και προϋποθέσεων για μεγάλες αλλαγές και ανατροπή του τρέχοντος μοντέλου ολοκλήρωσης της ΕΕ: α) κάθε είδους κρίση και σχεδόν κάθε παράγοντας αλλαγής μετατρέπεται σχεδόν αμέσως σε μια ευκαιρία για πολιτικές αναδιανομής υπέρ των κοινωνικών και πολιτικών ελίτ της Ευρώπης. Υπάρχει μια ιστορική διαδρομή, με έναν δεδομένο συσχετισμό εξουσίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, η οποία δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση αυτών των κρίσεων, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα εναλλακτικό μοντέλο δίκαιης αναδιανομής και β) η μόνη πολιτική δύναμη που φαίνεται να απειλεί το μοντέλο λειτουργίας της ΕΕ, μετά την καταστροφή της αριστερής εναλλακτικής που προκλήθηκε από το νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, είναι τα ακροδεξιά κόμματα. Σε γενικές γραμμές, η Ευρωπαϊκή ακροδεξιά υπόσχεται προστασία από την παγκοσμιοποίηση, αγκιστρωμένη σε ένα ξενοφοβικό εθνικό λόγο και σε μια νέα μορφή ρατσισμού – αυτή του πολιτισμικού ρατσισμού.

Έτσι, η ΕΕ μπορεί να αλλάξει μέσω ενός συνδυασμού εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, αλλά η αλλαγή αυτή, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι υπερσυντηρητική. Κατά τη γνώμη μου, η ΕΕ δεν θα διαλυθεί αμέσως, αλλά θα εξελιχθεί ταχύτατα προς μια ακροδεξιά κατεύθυνση. Η Αριστερά δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα ενάντια σε αυτή την τάση και δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα αξιόπιστο πολιτικό κόμμα ή ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο στο εσωτερικό των κρατών – μελών. Η τραγωδία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι η Αριστερά δεν μπορεί να ξεφύγει από τη λογική μιας κεντροδεξιάς πολιτικής και την κατάληξη της σε μια ψευδο-αριστερά, όπως κάθε αρχηγικά δομημένο, από πάνω προς τα κάτω, πολιτικό κόμμα. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παράσχει ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη διέξοδο από την οικονομική κρίση.


Αποτελεί το Grexit μία διέξοδο στις μέρες μας; Τι θα σημάνει; Θα μπορούσε η ελληνική οικονομία να επιβιώσει διαβαίνοντας αυτό το μονοπάτι;

Κατά τη γνώμη μου, έννοιες όπως το Grexit ή το Brexit θα πρέπει να αναφέρονται σε συμφωνημένες διαδικασίες εξόδου από την Ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίστοιχα. Νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε πολλές εκδοχές αυτής της πολιτικής, αν η Γερμανία και ορισμένες σκανδιναβικές χώρες εκτιμήσουν ότι το σχέδιο του κοινού νομίσματος δεν είναι πλέον συμφέρον διότι προσφέρει περισσότερες υποχρεώσεις παρά πλεονεκτήματα. Προφανώς δεν εννοείς αυτή τη νεοφιλελεύθερη πολιτική στρατηγική όταν αναφέρεσαι στο Grexit. Υποθέτω ότι εννοείς μια πολιτική ρήξη με την Ευρωζώνη και το τι θα σήμαινε μια τέτοια κατάσταση για την οικονομία της χώρας και την επιβίωση της. Κατά την άποψή μου, η έννοια του Grexit δεν συνεπάγεται μια ριζοσπαστική - αριστερή πολιτική διέξοδο από το δημοσιονομικό ζουρλομανδύα της Ευρωζώνης, αλλά ένα διαφορετικό είδος συμβιβασμού. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, όπου δεν υπάρχει διαπραγματευτική δύναμη και το χρέος είναι τεράστιο και συνεχώς αυξάνεται (ως ποσοστό του ΑΕΠ), το Grexit θα ήταν απλά ένα διαφορετικό είδος σκληρού μνημονίου (MoU) με κάποια ίσως νομισματική ευελιξία.


Ο Γερμανός Yπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προσέρχεται για την εβδομαδιαία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στην Καγκελαρία στο Βερολίνο, Γερμανία, 9 Νοεμβρίου 2016. (REUTERS / Axel Schmidt)

Αλλά πιστεύω, ότι ακόμα και στο σημερινό πλαίσιο, υπάρχει ένα ρεαλιστικό ριζοσπαστικό αίτημα – πλαίσιο για οικονομική αλλαγή. Μια τέτοια πολιτική που θα έχει ως στόχο να θέσει σε λειτουργία μια διαφορετικού είδους αναδιανομή κεφαλαίων και εισοδημάτων. Μια τέτοια οικονομική στρατηγική, η οποία, φυσικά, εξαρτάται και από την κυβερνητική εξουσία, θα παρέμβει με τρεις τρόπους: με μία μονομερή στάση στην εξυπηρέτηση του χρέους, με τον πολιτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδας και την έξοδο από το Ευρωσύστημα, με τη λεπτομερή και αποτελεσματική άσκηση πολιτικής των capital control για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των εισροών και εκροών του συναλλαγματικού κυκλώματος και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αν υπάρχει μια συνεπής και πειθαρχημένη δράση σε αυτούς τους τρεις τομείς, τότε μπορεί το Ευρώ να μετατραπεί σε «εθνικό» νόμισμα. Δεν χρειάζεται ένα νέο εθνικό νόμισμα. Μπορείς να πας ενάντια στην πολιτική της ΕΕ, αλλά δεν υπάρχει ανάγκη να αλλάξεις το νόμισμα σου πριν από την απόκτηση του ελέγχου των κεντρικών θεσμών του οικονομικού κυκλώματος. Με τον τρόπο αυτό το Ευρώ μπορεί να μετατραπεί σε ένα νέο νόμισμα. Δεν θα πρέπει να υπάρξει άμεση καταφυγή στην έκδοση ενός νέου νομίσματος, επειδή δεν μπορεί να ελεγχθεί η αξία του ακόμη και αν υπάρχει έλεγχος της ποσότητας του. Δυστυχώς, νομισματική κυριαρχία δεν σημαίνει απλά ο έλεγχος της ποσότητας του νομίσματος. Ένα νόμισμα χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την ποσότητα, αλλά και από την αξία του. Είναι, λοιπόν, δυνατόν να αποκτήσεις το εκδοτικό δικαίωμα ενός νέου νομίσματος, αλλά να μην μπορείς να αγοράσεις τίποτα με αυτό. Αντιθέτως, με τον έλεγχο της ποσότητας και της ροής των πιστώσεων (η βασική μορφή του χρήματος στον καπιταλισμό είναι η πιστωτική), μπορεί να ασκηθεί μια νομισματική πολιτική παράλληλα με την ανασύσταση της παραγωγικής βάσης.


Πολλοί σχολιαστές πιστεύουν ότι σύγχρονες ευρωπαϊκές ελίτ -ιδιαίτερα οι γερμανική- δεν έχουν κανένα σχέδιο για το μέλλον της Ευρώπης και ενεργώντας ανεύθυνα, υπονομεύουν το έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως τέτοια. Πιστεύετε ότι έχουν κάποιο μακροπρόθεσμο σχέδιο στο μυαλό τους ή συμπεριφέρονται εντελώς παράλογα;

Νομίζω ότι είναι απολύτως λογικοί και έχουν κάποια συγκροτημένα σχέδια για μια Ευρώπη με πιο ευέλικτη γεωμετρία, τουλάχιστον σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Η μονεταριστική αντεπανάσταση των σκληρών πολιτικών λιτότητας απέτυχε να εκπληρώσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Είναι καιρός, για ορισμένα ισχυρά πολιτικά κέντρα, να δοκιμάσουν μια νέα αρχιτεκτονική των κριτηρίων του Μάαστριχτ, αν και ίσως μόνο ανάμεσα στις χώρες του πυρήνα της ΕΕ και μεταξύ των χωρών με δημοσιονομικές και οικονομικές ομοιότητες. Γύρω από τον πυρήνα αυτό υπάρχουν οι χώρες της Βαλτικής και οι ανατολικές χώρες οι οποίες απολαμβάνουν μια ειδική σχέση με το ευρώ και με τη γερμανική ηγεμονία, διατηρώντας παράλληλα μια νομισματική ευελιξία. Και το μεγάλο ερώτημα είναι για τις χώρες του Νότου. Τι σχέση θα έχουν με το ευρώ; Θα μετακυλίσουν σε μια διαφορετική κατηγορία;

Η έκρηξη του δημόσιου χρέους επιδείνωσε τα πράγματα και ενίσχυσε τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Η πολιτική της συνοχής έχει αλλάξει δραστικά από την επιδίωξη κοινών ευρωπαϊκών στόχων (μια κοινή ατζέντα για την καινοτομία, την ενεργειακή απόδοση, το πλαίσιο δημοσίων επενδύσεων, κλπ) και όχι οικονομικής σύγκλισης. Αυτοί οι κοινοί ευρωπαϊκοί στόχοι ωφελούν τις ήδη ανεπτυγμένες οικονομίες του Βορρά. Αυτή η τάση πάντα υπήρχε, δεδομένου ότι η Ευρωζώνη έχει βασιστεί στη λογική του απόλυτου πλεονεκτήματος, και όχι στο ρικαρδιανό συγκριτικό πλεονέκτημα. Αυτό το είδος της οικονομικής πολιτικής οδήγησε σε εξαιρετικά πολωμένες περιφερειακές ανισοτήτες. Αργά ή γρήγορα, η Γερμανία θα αναγκαστεί να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση που προέρχεται από τους εσωτερικούς κανόνες της Ευρωζώνης. Η μόνιμη αυτή κατάσταση επιδεινώνεται από την οικονομική κρίση. Όλο και περισσότερες χώρες δεν πληρούν τα κριτήρια της νομισματικής ολοκλήρωσης. Η πρόταση Σόιμπλε του 2015 για μια συμφωνημένη ελληνική έξοδο ήταν ανώριμη, αλλά δεν ήταν τυχαία. Στα επόμενα χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα θα επανακάμψει και θα αναπτυχθεί περαιτέρω περιλαμβάνοντας κι άλλες περιοχές και όχι μόνο την Ελλάδα.

Η επίσημη πολιτική του Κάμερον δεν προσέβλεπε σε Brexit. O στόχος του ήταν μια αλλαγή στη σχέση μεταξύ της Μ. Βρετανίας και της υπόλοιπης ΕΕ: μια ειδική μεταχείριση και πληθώρα εξαιρέσεων από τους κοινούς κανόνες. Αλλά ο Κάμερον έχασε τον έλεγχο του πολιτικού παιχνιδιού εξαιτίας του ότι το δημοψήφισμα λειτούργησε σαν μέσο έκφρασης όλων των φόβων και φιλοδοξιών του βρετανικού Λαού. Η Ευρωπαική κρίση, οι συνεχείς πολιτικές λιτότητας των ευρωπαικών κρατών, οι οποίες ωθούν την μετανάστευση του εργατικού τους δυναμικού στη Μ. Βρετανία, και το γενικό αίσθημα των Βρετανών πολιτών ότι είναι θύματα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης έδωσε ένα ισχυρό προβάδισμα στην επιλογή του Brexit. Όμως αυτή τη στιγμή στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπάρχει πολιτική φόρμουλα για μια εθνική μορφή μετριοπαθούς Κεϋνσιανισμού. Δεν υπάρχει κάποια πολιτική δύναμη που μπορεί να φέρει σε πέρας και να διαχειριστεί το Brexit στο ΗΒ και έτσι αυτό παραμένει στον «πάγο». Αν το Brexit δεν καταφέρει να αποκτήσει κάποια αριστερά η ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά εντός Βρετανίας, πώς είναι δυνατόν να οδηγήσει σε προοδευτικές ανατροπές στην υπόλοιπη ΕΕ; Η εκτίμηση μου είναι ότι το Brexit συνέβαλε στην Ευρωπαική Κρίση αποσαρθρώνοντας περαιτέρω την θέση των ευρωπαικών δομών, δίχως να παρέχει ταυτόχρονα κάποιο πρόσφορο έδαφος για μια προοδευτική κοινωνική ανασυγκρότηση. Κύρια, το Brexit πρέπει να μετουσιωθεί στο πλαίσιο μιας προοδευτικής κατεύθυνσης μέσα στο Ηνωμένο Βασίλειο για να μπορεί επηρεάσει και την υπόλοιπη ΕΕ. Η έλλειψη πολιτικού κόμματος ή μετώπου το οποίο να υποστηρίζει μια σύγχρονη πολιτική για την κοινωνική απελευθέρωση και ισότητα είναι κάτι παραπάνω από προφανής και οδηγεί σε πολλαπλά αδιέξοδα όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.


Είναι οι ΗΠΑ ο αδιαμφισβήτητος παγκόσμιος οικονομικός ηγεμόνας ή βρίσκεται σε μία διαδικασία παρακμής, όπως ισχυρίζονται πολλοί αναλυτές;

Οι ΗΠΑ παραμένουν ο καπιταλιστικός πόλος ο οποίος παρέχει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και το βασικό μέσο συναλλαγής για πάνω από το 65% του παγκόσμιου εμπορίου. Αναμφισβήτητα, θα παραμείνει η άρχουσα οικονομική δύναμη ολόκληρου του πλανήτη. Οι άλλοι καπιταλιστικοί πόλοι συνεχίζουν να είναι οι ισχυρές παραγωγικές χώρες της Ασίας και η Μερκαντιλιστική Ευρώπη. Και που βρισκόμαστε ακριβώς σήμερα; Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες: η FED, η ΕΚΤ, η τράπεζα της Ιαπωνίας είναι στα μαχαίρια και ασκούν έναν περίεργο νομισματικό πόλεμο. Το δολάριο ανατιμάται συνεχώς, ενώ το ευρώ και το γεν τυπώνονται σε μεγάλες ποσότητες και κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Υπάρχουν άναρχες και επιθετικές κινήσεις των αμερικανικών αρχών κατά του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, αλλά και ενάντια σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς. Οι ΗΠΑ αναδύθηκαν ισχυρότερες από την παγκόσμια κρίση που ξέσπασε το 2008 και η απόστασή τους από τις άλλες οικονομικές δυνάμεις αυξήθηκε. Η χρήση του δολαρίου ως συναλλαγματικός μαγνήτης για το ξένο κεφάλαιο (βασική πολιτική των ΗΠΑ) αντισταθμίζει στρατηγικά τις πολιτικές ανταγωνιστικότητας (στις οικονομίες της ΕΕ και της Ασίας) στηριγμένες στις εξαγωγές.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ